υπακοή

υπακοή
5218 ὑπακοή
{сущ., 15}
послушание, покорность, повиновение.
Ссылки: Рим. 1:5; 5:19; 6:16; 15:18; 16:19, 26; 2Кор. 7:15; 10:5, 6; Флм. 1:21; Евр. 5:8; 1Пет. 1:2, 14, 22.*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υπακοή" в других словарях:

  • ὑπακοῇ — ὑπακοή obedience fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπακοή — obedience fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπακοή — η / ὑπακοή, ΝΜΑ [υπακούω] 1. το να υπακούει κανείς, ευπείθεια (α. «υπακοή στους νόμους» β. «διὰ τῆς ὑπακοῆς τοῡ ἐνὸς δίκαιοι κατασταθήσονται οἱ πολλοί», ΚΔ) 2. εκκλ. τροπάριο που αναγιγνώσκεται ή ψάλλεται στο τέλος τής τρίτης ωδής τού κανόνος,… …   Dictionary of Greek

  • υπακοή — η το να υπακούει κανείς, η ευπείθεια, η υποταγή, η πειθαρχία: Υπακοή στους νόμους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπακοῆι — ὑπακοῇ , ὑπακοή obedience fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπακοῆς — ὑπακοή obedience fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπακοήν — ὑπακοή obedience fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπακοῶν — ὑπακοή obedience fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπειθής — ές (ΑΜ εὐπειθής, ές, Α και εὐπιθής) αυτός που πείθεται, που υπακούει πρόθυμα, ο πειθήνιος, ο πειθαρχικός νεοελλ. (το υπερθ. στο τέλος αιτήσεως ή αναφοράς σε δημόσια ή προϊστάμενη αρχή, πριν από την υπογραφή ευπειθέστατος, η με μεγάλη προθυμία, με …   Dictionary of Greek

  • πειθαρχία — η, ΝΑ [πείθαρχος] το να υπακούει κανείς στις αρχές, στους ανωτέρους και σε καθετί που επιβάλλεται από νόμο ή διαταγή («πειθαρχία γὰρ ἐστι εὐπραξίας μήτηρ», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. α) «στρατιωτική πειθαρχία» η αυστηρή υπακοή κάθε κατώτερου σε βαθμό… …   Dictionary of Greek

  • όπις — όπις, ιδος, ἡ (Α) 1. (με ή χωρίς τη λέξη θεών) α) (με κακή σημ.) η τιμωρία που ακολουθεί την παράβαση τών θείων νόμων, η εκδίκηση τών θεών, η θεία δίκη (α. «οὐδ ὄπιδα τρομέουσι θεῶν», Ομ. Οδ. β. «πρίν γ ἀπὸ τῷ δώωσι κακὴν ὄπιν», Ησίοδ.) β) η… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»